Monday, October 20, 2014

Ο Εκατοντάχρονος που Πήδηξε απ' το Παράθυρο και Εξαφανίστηκε - Γιούνας Γιούνασον

«..."Ο πρόεδρος Τρούμαν θέλει να μάθει πώς συλλαβίζεις το όνομά σου", είπε ο Άλαν στον Γραμματέα Πρεσβείας Γ΄ Μπέργκβιστ. "Μπορείς να του το συλλαβίσεις εσύ, για να μην μπερδευτούμε;"
Αφού ο Γραμματέας Γ΄ Μπέργκβιστ, έχοντας την εντύπωση ότι ονειρευόταν, συλλάβισε σωστά το όνομά του για τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, κατέβασε το ακουστικό και δεν είπε κουβέντα για οχτώ λεπτά. Ακριβώς τόσα πέρασαν μέχρι να τηλεφωνήσει ο πρωθυπουργός Τάγκε Ερλάντερ και να δώσει εντολή στον Γραμματέα Πρεσβείας Γ΄ Μπέργκβιστ να κάνει τα εξής: 1) Να δώσει αμέσως ένα διπλωματικό διαβατήριιο στον Άλαν Κάρλσον και 2) να φροντίσει να βρει τρόπο, χωρίς καθυστέρηση, να στείλει τον κύριο Κάρλσον στη Σουηδία.
"Μα δεν έχει προσωπικό αριθμό", προσπάθησε να πει ο Γραμματέας Πρεσβείας Γ΄ Μπέργκβιστ.
"Προτείνω, τότε, να λύσει ο Γραμματέας Πρεσβείας Γ΄ το θέμα αυτό αμέσως", είπε ο πρωθυπουργός Ερλάντερ. "Εκτός αν επιθυμεί να γίνει τέταρτος ή πέμπτος γραμματέας".
"Γραμματέας Δ΄ και Γραμματέας Ε΄ δεν υπάρχει", προσπάθησε ξανά ο Γραμματέας Γ΄.
"Και ποιο είναι το συμπέρασμα που βγάζεις απ' αυτό;"»

«...Ο δόκτορας Έκλουντ καθόταν αποσβολωμένος μπροστά στον Άλαν. Τι ήταν αυτό που του είχε στείλει ο πρωθυπουργός; Πίστευε πραγματικά εκείνος ο Ερλάντερ ότι θα έβαζαν έναν σερβιτόρο, που είχε παρατήσει το σχολείο προτού κλείσει τα εννιά, να κατασκευάζει ατομικές βόμβες για τη Σουηδία; Μήπως δε θα έπρεπε να υπάρχει ένα κατώτατο όριο, ακόμα και για τους σοσιαλδημοκράτες, για το πόσο μακριά μπορεί να προωθεί κανείς τη θέση ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν την ίδια αξία;»

«...Ο Άλαν έμεινε για λίγο σιωπηλός και εξέτασε νοερά τα υπέρ και τα κατά της αποκάλυψης ότι αυτός - σε αντίθεση με όλους τους ακαδημαϊκούς του δόκτορα Έκλουντ και, σίγουρα, σε αντίθεση με την Γκρέτα επίσης - ήξερε πώς κατασκευάζουν μια ατομική βόμβα.
Ο Άλαν, όμως, αποφάσισε πως ο δόκτορας Έκλουντ δεν άξιζε καν τη βοήθειά του, μια που δεν είχε το μυαλό να κάνει τη σωστή ερώτηση στον Άλαν. Εκτός αυτού, ο καφές που πρόσφερε η Γκρέτα ήταν νερόπλυμα.»

«...Τώρα οι ρόλοι όλων ήταν έτοιμοι για την πρωινή παράσταση, με την επιφύλαξη ότι η αλήθεια είναι πολύ ευκολότερη να τη θυμάσαι από το αντίθετό της, όπως σε αυτήν εδώ την περίπτωση. Όποιος δεν ξέρει να λέει ψέματα την πατάει...»

Μετάφραση: Γρηγόρης Ν. Κονδύλης
Εκδόσεις: Ψυχογιός 2013

Monday, September 29, 2014

Σκοτώνουν Τα Άλογα Όταν Γεράσουν - Οράτιος ΜακΚόυ

«Χάρηκα που θέλησε να πάμε στο πάρκο. Ήταν πάντα ωραία εκεί. Ήταν ωραίο μέρος να κάτσεις. Ήταν πολύ μικρό, ένα τετράγωνο το πολύ, αλλά ήταν πολύ σκοτεινό και πολύ ήσυχο και γεμάτο από πυκνούς θάμνους. Γύρω-γύρω υπήρχαν φοίνικες, δεκαπέντε, είκοσι μέτρα ψηλοί, ξαφνικά φουντωτοί στην κορυφή. Με το που έμπαινες στο πάρκο αποκτούσες την ψευδαίσθηση της ασφάλειας. Συχνά φανταζόμουν ότι υπήρχαν σκοποί που φορούσαν αλλόκοτα κράνη: δικοί μου, προσωπικοί σκοποί που φύλαγαν το δικό μου, προσωπικό νησί...
Το πάρκο ήταν ωραίο μέρος να κάτσεις. Μέσα από τους φοίνικες μπορούσες να δεις πολλά κτίρια, τις χοντρές, τετράγωνες σιλουέτες των πολυκατοικιών, με τις κόκκινες επιγραφές στις στέγες τους που κοκκίνιζαν τον ουρανό ψηλά κι όλα τα υπόλοιπα κι όλον τον κόσμο χαμηλά. Αν όμως ήθελες να ξεφορτωθείς αυτά τα πράγματα, το μόνο που είχες να κάνεις ήταν να κάτσεις και να καρφώσεις το βλέμμα σου επάνω τους, σταθερά... κι αυτά άρχιζαν να χάνονται. Μ' αυτόν τον τρόπο μπορούσες να τα στείλεις όσο μακριά σού έκανε κέφι...»

«Ο Μάριο Πετρόνε, ένας γεροδεμένος Ιταλός, κι η Τζάκυ Μίλερ, μια μικροκαμωμένη ξανθιά, ανέβηκαν στην πλατφόρμα μέσα σε σποραδικά χειροκροτήματα. Μίλησαν με το Ρόκυ και μετά άρχισαν να χορεύουν κάτι πανάθλιες κλακέτες. Ούτε ο Μάριο ούτε η Τζάκυ έδειχναν να συνειδητοποιούν ότι ήταν άθλιες. Όταν τέλειωσαν, μερικοί πέταξαν νομίσματα στην πίστα.
"Δώσε κόσμε", είπε ο Ρόκυ. "Λούστε τους στο ασήμι. Δώστε".
Μερικά ακόμη νομίσματα έπεσαν στο πάτωμα. Ο Μάριο κι η Τζάκυ τα μάζεψαν, ερχόμενοι προς το μέρος μας.
"Πόσα"; τους ρώτησε η Γκλόρια.
"Περίπου ενάμισι δολάριο", είπε η Τζάκυ.»

 «Η Γκλόρια κι εγώ πήγαμε κοντά στην πλατφόρμα του τελετάρχη. Ήταν ωραία εκεί πέρα τέτοια ώρα το απόγευμα. Υπήρχε ένα τρίγωνο ηλιόφωτος που ερχόταν απ' τα διπλά παράθυρα πάνω απ' το μπαρ του Φοινικόκηπου. Διαρκούσε μόνο δέκα λεπτά περίπου αλλά σ' αυτά τα δέκα λεπτά κουνιόμουν αργά μέσα του (έπρεπε να κινούμαι αν δεν ήθελα να με αποκλείσουν) αφήνοντάς το να με καλύπτει ολόκληρο. Ήταν η πρώτη φορά που εκτίμησα τον ήλιο. "Όταν τελειώσει αυτός ο μαραθώνιος", είπα από μέσα μου, "θα περάσω όλη μου τη ζωή στον ήλιο. Ανυπομονώ να πάω στη Σαχάρα να κάνω μια ταινία". Φυσικά, αυτό δεν πρόκειται να συμβεί τώρα πια.
Παρακολουθούσα το τρίγωνο στο πάτωμα να γίνεται ολοένα και πιο μικρό. Κάποτε έκλεινε τελείως κι άρχιζε να ανεβαίνει στα πόδια μου. Σερνόταν πάνω στο κορμί μου σαν να ήταν ζωντανό. Όταν έφτανε στο πιγούνι μου στεκόμουν στις μύτες, για να κρατήσω το κεφάλι μου μέσα του για όσο πιο πολύ μπορούσα. Δεν έκλεινα τα μάτια μου. Τα κρατούσα ορθάνοιχτα, κοιτάζοντας τον ήλιο κατάματα. Δεν με τύφλωνε καθόλου. Σ' ένα λεπτό χανόταν.»

Μετάφραση: Βαγγέλης Παραμπούκης
Εκδόσεις: παρατηρητής 1995

Thursday, August 28, 2014

Αλδεβαράν - Παύλος Μάτεσις

«Η θάλασσα τού άρεσε όταν ήταν παιδί, τώρα έχει γίνει συνοικιακό κοσμικό γεγονός, προπαντός το καλοκαίρι την έχουν κάνει κατοχή οι φτωχομπινεδοκοσμικοί. Την ακρογιαλιά την έχουν βαφτίζει "πλαζ". Σαν ναυαγοί τριτοκοσμικοί, θυμίζει φεστιβάλ ζητιάνων, αλλοδαπών ζητιάνων μάλιστα. Ταλαίπωρες μαμάδες σε απεγνωσμένες διακοπές, μπουγαδιάζουν μωρά στο κύμα, σε θάλασσα που ο Ερμής την αισθάνεται ιδιοκτησία του, δική του.
- Όχι δηλαδή, Μύρτο, λογάριασε: δύο χιλιάδες κυράδες ίσον τέσσερεις χιλιάδες αμασχάλες - αποφεύγω να σκεφτώ τι άλλο ξεπλένουν. Και όταν μία με μαγιό στέκει μαρμαρωμένη από μαγεία, ίσαμε τη μέση στο νερό και ατενίζει ρομαντικά το μέλλον, δεν ατενίζει, Μύρτο: κατουράει. Και συ ο μαλάκας κολυμπάς παραπλεύρως και κάνεις γαργάρα τα τουριστικά νερά. Δηλαδή πηγαίνει σε θάλασσα ο Ερμής, με την κοπέλα του αλλά όχι εδώ γύρω. Στον Ειρηνικό πηγαίνουν.
- Στον Ειρηνικό δηλαδή δεν κατουράνε οι κυρίες, Ερμή;
- Όχι, κατούρησαν πιο πριν. Στην Ευρώπη.
Ο Μύρτος γελούσε.
- Στον φάρο τον δικό μου είναι αλλιώς, είπε. Μάλιστα τον χειμώνα, τη νύχτα μέσα στον φάρο, απάνω, όταν είναι αναμμένος και τον χαιρετάει από μακριά με τη σειρήνα του κανένα περαστικό πλοίο. Ξέρεις, τα θεμέλιά του τα έχουν σκάψει μέσα στον βράχο και όταν τον βαράει το κύμα, τον χειμώνα αυτό, ο φάρος κουνιέται, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τον σεισμό από τη φουρτούνα.
-Έτσι, έτσι, συμφωνούσε ο Ερμής, τον χειμώνα αλλάζει πρόσωπο η θάλασσα, δεν έχει τουρίστες, δεν έχει "πλαζ" με χορταρένιες ομπρέλλες σε στυλ βλαχο-εξωτικό, με τις χιλιάδες ξαπλώστρες γεμάτες κώλους πλαδαρούς που περιμένουν πελατεία αλλά μένουν στα αζήτητα - σαν νεκροτομείο μοιάζουν από μακριά, Μύρτο. Η πολυκοσμία αγρίευε τον Ερμή, όταν σε συνωστισμό τον ακουμπούσε κανείς τυχαία, τον κυρίευε διάθεση να ρίξει γροθιά. Στριμωξίδι άγριο, ρε Μύρτο, σαν βάρκα με λαθρομετανάστες. Σε κάτι λούμπεν κοσμικά νησιά, όπου καμιά φορά με τραβάει η εκάστοτε δικιά μου, στην πλαζ κάνεις ν' αγγίξεις τον πισινό σου και χαϊδεύεις τον πισινό του διπλανού. Και το ίδιο κάνει και ο διπλανός. Και τον έχει σε μεγάλη εκτίμηση τον κώλο του ο Ερμής - και συ τον δικό σου, κύριε Μύρτο, θέλω να ελπίζω. Του το οφείλεις δηλαδή, δεν έχεις καμία διάθεση να σου τον μαλάζει ο κάθε τυχών διπλανός. Δεν γουστάρω ξυσίματα, τον έχω καλομάθει με χάδι τον κώλο μου εγώ, είτε σελφ-σέρβις όταν είμαι στην μπανιέρα, ή αν μου τον νταντεύει μια γυναίκα - νά 'ναι όμως ωραία η γυναίκα, σύμφωνος κύριε Μυρτίλε; Εσύ θα ξέρεις απ' αυτά - Πού χάθηκες;»

«Στον πλανήτη μας έζησαν και κυριάρχησαν, παλαιά, τεράστιοι οργανισμοί. Και δεν ήξεραν ότι θα πεθάνουν. Αυτό μόνο εμείς, οι σημερινοί, το γνωρίζουμε. Αυτά τα μεγαλειώδη θηρία δεν ήξεραν πως είναι θηρία, και εξαφανίστηκαν. Εμείς δεν γνωρίζουμε γιατί εξαφανίστηκαν. Έτσι κι εμείς. Δεν είμαστε τεράστιοι οργανισμοί εμείς, όμως γίναμε οι κάτοχοι του πλανήτη. Και θα εξαφανιστούμε. Και η φύση δεν θα πάρει είδηση την απουσία μας. Όπως δεν έχει πάρει είδηση την παρουσία μας, την ύπαρξή μας. Θα εξαφανιστούμε. Δεν είναι και για πένθος. Μακάρι να το αποδεχτούμε, υποδεχτούμε αγκαλιασμένοι εμείς οι δύο, στο κρεβάτι σου, μας.»

«...Ο Ερμής κοίταζε ψηλά. Και, Μερκούρη, λέει σιγά, δίχως να γυρίσει να κοιτάξει, μήπως ξέρεις εσύ... τι είναι Αλδεβαράν;
-Αλδεβαράν! Δεν ξέρεις τον Αδεβαράν εσύ! Τι σκατά φαροφύλακας μού είσαι!
-Τι είναι Αλδεβαράν;
-Έλα από δώ. Από την από δώ μεριά. Ψηλά κοίτα.
-Πού ψηλά;
-Άστρο είναι, στο ημισφαίριό μας - δεξιά κοίτα, εκεί. Βλέπεις τα εφτά μαζεμένα αστέρια, εκείνα... τα στριμωχτά; Τα λέγαν Πλειάδες οι Αρχαίοι, κόρες του Άτλαντα, ο Δίας τις μεταμόρφωσε σε άστρα. Αυτές είναι η Πούλια, έτσι τη λένε τώρα - τις βλέπεις;
-Αυτές εκεί - ναι.
-Παρακάτω, ευθεία γραμμή - μην κοιτάς λοξά μωρέ, πάρα κάτω σού λένε. Άλλο συγκρότημα, αυτό οι Αρχαίοι τό 'λεγαν Υάδες. Τώρα: στην άκρη - άκρη τους, το πλέον φωτεινό αστέρι - διακρίνεις;
-Ναι.
-Αυτός είναι ο Αλδεβαράν - χαιρέτα τον. Απόσταση; Από τη Γή, εξήντα πέντε έτη φωτός, είναι ο μεγαλύτερος στον αστερισμό του Ταύρου, τώρα τον ξεχωρίζεις, έτσι; Γνωριστήκατε.
-Τώρα, ναι. Ο Αλδεβαράν.
-Λαμπαδίας. Έτσι λεγόταν παλιά. Και οι Άραβες τον εβάφτισαν Αλδεβαράν...»

Εκδόσεις Καστανιώτη 2007

Friday, February 7, 2014

Hotel Chelsea - Γιώργος Γλυκοφρύδης

«...Ο ήλιος απέναντι είχε κατεβεί, φαινόταν ήδη ο μισός. Και η πορτοκαλιά και κόκκινη γραμμή του έφτανε μέχρι εκείνους. Μετά αντιφέγγιζε στα ποτήρια και συνέχιζε μέχρι πίσω σ' ένα κτίριο, να βάψει τα μπαλκόνια, να εισχωρήσει μέχρι μέσα στα σπίτια με παράθυρα χωρίς κουρτίνες, για να σταματήσει σε κανέναν άδειο τοίχο. Εκεί, να εξαφανίσει το μπετόν. Ν' αφήσει μόνο την Κρήτη. Πανέμορφη, χιλιετίες τώρα.»

«...Περνούσαν υπέροχα μαζί. Αλλά ο έρωτας μαζί του, κι αυτό ανάγκη; Ανάγκη ποιανού; Δική της; Ή της τέχνης; Μα αφού αυτά τα δύο ήταν το ίδιο, τι τον ένοιαζε; Άλλωστε, σε αυτό ταυτίζονταν. Κυριολεκτικά. Η τέχνη στην πράξη της δεν αναλύει τίποτε. Απλώς κάνει έρωτα. Αργότερα, όταν η προσωπικότητα έρθει στην επιφάνεια, μετά τις γεύσεις και τις μυρωδιές των σωμάτων, αρχίζει τις λέξεις. Όπου και συχνά τα σκοτώνει όλα. Αυτή τη δολοφονία η Σάρα την απέφευγε αριστοτεχνικά, εκπληκτικά ώριμα. Εκείνος, αντίθετα, έβγαζε όλα του τα όπλα. Μακελεύοντας αδιαλείπτως...»

«...Μια πόρτα άνοιξε απότομα κι ένα παιδάκι βγήκε. Ένα χαμόγελο από μόνο του. Καβάλησε ένα τρίκυκλο ποδήλατο που το έσερνε από το τιμόνι και πήγε προς το βάθος του διαδρόμου. Έστριψε γρήγορα. Οι ρόδες ακούγονταν στο δάπεδο. Πέρασε από μπροστά της. Ω, Θεέ μου, έχει φαντάσματα εδώ μέσα...»

«...Το Chelsea Hotel, υπέροχο, πορφυρό, αριστοκράτης μέντορας με απαλό βήχα από τα πούρα και το κόκκινο κρασί, κουρασμένο rock 'n' roll αστέρι αλλά χαμογελαστό εφόσον τα ξέρει όλα, ξανθιά τραγουδίστρια με πρασινογάλαζα μάτια ή και ηθοποιός με αστραφτερά μπλε, ναρκομανής χοντρός ζωγράφος, συγγραφέας όπως και να έχει, και ποιητής, ποιητής πάνω απ' όλα, μ' ένα παρελθόν "Ιστορία της Τέχνης" από μόνο του, ή και άλλα, η και τα πάντα, έστεκε εκεί, στη Δυτική 23η, στο νούμερο 222, στο Μανχάταν, στη Νέα Υόρκη, κτίσμα ορόσημο μιας ούτως ή άλλως υπερπόλης, να ορίζει, το γιατί της Τέχνης, και όχι μόνο.»

Εκδόσεις: Ψυχογιός 2012

Thursday, February 6, 2014

Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο - Άλκη Ζέη

«...Πώς διαβάζονται τα εξωσχολικά βιβλία: 
1. Μπορείς να έχεις τα πόδια ψηλά πάνω στα κάγκελα του κρεβατιού και η υπόλοιπη να 'σαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι ανάσκελα και να κρατάς το βιβλίο στον αέρα.
2. Μπορείς να είσαι μπρούμυτα στο κρεβάτι και το βιβλίο κάτω στο πάτωμα.
3. Μπορεί, αν έχεις αδελφή, να είναι εκείνη μπρούμυτα στο πάτωμα κι εσύ από πάνω της σαν να σχηματίζετε σταυρό και τα βιβλία βέβαια στο πάτωμα.
4. Το βράδυ όταν πάτε για ύπνο και σας φωνάζουν να σβήσετε το φως, να κουκουλώνεστε με τα σκεπάσματα και να έχετε ένα κλεφτοφάναρο και να διαβάζετε - αυτό μάλλον τον χειμώνα γιατί το καλοκαίρι θα σκάσετε.
5. Στην τουαλέτα μπορείς να διαβάζεις τα απαγορευμένα βιβλία...»

«...Το πρωί ξύπνησα από έναν αλλόκοτο θόρυβο κι ενώ έκανα να σηκωθώ από το κρεβάτι, μπήκε μέσα στο δωμάτιο η μαμά και, περίεργο, φορούσε ακόμη τη ρόμπα της, εκείνη που κάθε πρωί ήτανε ντυμένη να πιει καφέ μαζί με τον μπαμπά πριν φύγει για τη δουλειά. Η Λενούλα κοιμότανε του καλού καιρού, η μαμά πήγε στο κρεβάτι της και την ταρακούνησε.
- Ξύπνα, έγινε πόλεμος.
Η Λενούλα άνοιξε ένα νυσταγμένο μάτι και μουρμούρισε:
- Δεν χτύπησε το ξυπνητήρι.
- Έγινε πόλεμος, ξανάπε η μαμά, και με πήρε το μάτι της που έκανα να πιάσω την ποδιά μου που ήτανε απλωμένη σε μια καρέκλα.
Μου πήρε την ποδιά από τα χέρια.
- Δεν έχει σχολείο, έγινε πόλεμος. Βάλτε ό,τι θέλετε, είπε και βγήκε με φούρια από το δωμάτιο...»

«...Όταν σήμαινε συναγερμός, χαιρόμασταν! Στη δικιά μας πολυκατοικία δεν είχε χώρο για καταφύγιο. Στην απέναντι όμως που έμεναν τα ξαδέλφια μας είχαν μετατρέψει μια μεγάλη αποθήκη στο υπόγειο σε καταφύγιο. Δηλαδή είχαν βάλει σακιά με άμμο γύρω γύρω κι αυτό ήτανε. Η μαμά κι ο μπαμπάς δεν το κουνούσαν από το κρεβάτι τους, υποχρέωναν όμως εμάς να πάμε. Τρέχαμε με πολλή χαρά. Φορούσαμε πάνω από τις πιτζάμες κάτι κόκκινες ρόμπες από μαλακιά ζεστή φανέλα που μας είχαν ράψει λίγο πριν κηρυχτεί ο πόλεμος. Εκτός από τα ξαδέλφια μας, το καταφύγιο γέμιζε παιδιά. Σχεδόν κανένας μεγάλος δεν ερχότανε, μόνο δυο γιαγιάδες τυλιγμένες σε κουβέρτες που σχεδόν μισοκοιμόντανε.
Κάποιος μπαμπάς είχε κρεμάσει ψηλά δυο λάμπες πετρελαίου κι έφυγε αμέσως λέγοντάς μας να προσέχουμε μην καπνίσουν. Ήτανε μισοσκότεινα, μα τι μας ένοιαζε; Παίζαμε ένα σωρό παιχνίδια. Λέγαμε αινίγματα...»

«...Πηγαίναμε λοιπόν τις Κυριακές το πρωί και μόλις ανεβαίναμε τα σκαλιά και βλέπαμε πέρα στην κορφή το άσπρο σπιτάκι, ήτανε σαν να βρισκόμασταν ξαφνικά σε άλλο κόσμο. Χωρίς πόλεμο, χωρίς Γερμανούς, χωρίς πείνα...
- Καλώς τα βλασταράκια μου!
Και τα βλασταράκια τρέχανε χαρούμενα να μπούνε στο μαγικό άσπρο σπιτάκι.
Τους διάβασα πρώτα τον Κλούβιο. Όχι, η φωνή μου δεν έτρεμε, έμοιαζε σαν παιχνίδι.
Κι όσο γελούσανε όταν διάβαζα τόσο πιο πολύ ένιωθα σιγουριά...»

«...Έγραφα λοιπόν την Κλαψωδία νούμερο τέσσερα "Ο Οδυσσέας στην Καλυψώ". Η Καλυψώ, ντυμένη κι αυτή από τη μαμά μου, είχε κατακόκκινα αληθινά μαλλιά από μια κοτσίδα της θείας Ξάνθης που τη φύλαγε από τα νιάτα της και μας την έδωσε με πολλή χαρά. Δεν πήγε χαμένο ό,τι μας έλεγε η Περράκη για τον υπερρεαλισμό. Η Καλυψώ ήταν διανοούμενη σουρεαλίστρια, απήγγελε στον Οδυσσέα Μάτση Ανδρέου, κι η φωνή της Κλειώς ηχούσε μαγευτικά και καθήλωνε μικρούς και μεγάλους. "Σε περιβάλλω με μια μεγάλη αναμονή. Σε περιέχω όπως το αραχωβίτικο κιούπι το λάδι. Σε ανασαίνω όπως ο θερμαστής του καραβιού ρουφάει μες στα πλεμόνια του το δειλινό τον μπάτη. Σ' αγροικώ με την ίδια διάθεση που ο ερυθρόδερμος κολλάει τ' αυτί του χάμω για ν' ακούσει τον καλπασμό του αλόγου".
Πού να καταλάβει ο θαλασσοδαρμένος ο Οδυσσέας την Καλυψώ και να συνεννοηθεί μαζί της! Άσε πια τον Κλούβιο που άλλα του έλεγε η Καλυψώ να πει στον Οδυσσέα κι αυτός άλλα καταλάβαινε. Συνεννόηση καμία.
Τέλος, όταν ο Οδυσσέας την αφήνει και φεύγει, εκείνη πέφτει να αυτοκτονήσει από έναν βράχο λέγοντας: "Είμαι ένα θλιμμένο καλαμπόκι"...»

«...Μίσος, μίσος. Αυτό ήτανε η Αθήνα μετά τον Δεκέμβρη. Η κυρία Μιράντα δεν μας ξαναμίλησε ποτέ. Ούτε ξανάρθαν σπίτι τους μόλις τους άφησαν ελεύθερους - ούτε ξέρουμε πού τους είχαν κρατήσει ομήρους. Έστειλε μια ξαδέλφη της να πάρει τη Λαίδη κι ούτε ένα ευχαριστώ στη μαμά που την κράτησε. Θα έμεναν στην ξαδέλφη της κάπου στο Χαλάνδρι, ώσπου να λήξει το συμβόλαιό τους και να μετακομίσουν.
- Κι εγώ που νόμιζα τη Μιράντα φίλη μου, λέει η μαμά. Ίσως όμως νομίζει πως εμείς τους καταδώσαμε.
Δεν υπάρχουν πια φίλοι. Δηλαδή οι φίλοι που ξέραμε από παλιά. Τώρα σε κοιτάζουν και τους κοιτάζεις κατάματα και φτάνει ν' ανταλλάξετε δυο λόγια για ν' αγκαλιαστείτε ή να γυρίσετε την πλάτη για πάντα...»

Εκδόσεις: Μεταίχμιο 2013